Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

υπηρετώ στο ναυτικό

  • 1 флот

    флот м о στόλος, το ναυτικό; военно-морской \флот о πολεμικός στόλος; торговый \флот ο εμπορικός στόλος; речной \флот τα ποταμόπλοια; воздушный \флот η αεροπορία; служить во (или на) \флоте υπηρετώ στο ναυτικό
    * * *
    м
    ο στόλος, το ναυτικό

    вое́нно-морско́й флот — ο πολεμικός στόλος

    торго́вый флот — ο εμπορικός στόλος

    речно́й флот — τα ποταμόπλοια

    возду́шный флот — η αεροπορία

    служи́ть во ( или на) флоте — υπηρετώ στο ναυτικό

    Русско-греческий словарь > флот

  • 2 флот

    флот
    м τό ναυτικό[ν], ὁ στόλος:
    военно-морской \флот ὁ πολεμικός στόλος, τό πολεμικό[ν] ναυτικό[ν]· морской \флот ὁ θαλάσσιος στόλος· речной \флот τά ποταμόπλοια· военно-возду́шный \флот ἡ πολεμική αεροπορία· гражданский воздушный \флот ἡ πολιτική ἀεροπορία· торговый \флот ὁ ἐμπορικός στόλος· каботажный \флот ὁ ἀκτοπλοϊκός στόλος· служить во \флоте ὑπηρετώ στό ναυτικό.

    Русско-новогреческий словарь > флот

См. также в других словарях:

  • τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»